Υπεκφυγή (η) [μετγ.] (συνήθ. στον πληθ.)
η έντεχνη αποφυγή ρητής δήλωσης ή απάντησης, ελιγμός στο λόγο, προκειμένου να αποφύγει κανείς κάτι: άσε τις ~ και τις δικαιολογίες και μίλα καθαρά.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1832
Κατηγορίες