Κουτσαβάκης (ο) {κουτσαβάκηδες} (λαϊκ.)
1. λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα, κυρ. στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπο ομιλίας ΣΥΝ. παλληκαράς, ψευτοπαλληκαράς, μάγκας, νταής
2. (ως χαρακτηρισμός) πρόσωπο που κάνει το μάγκα, που παριστάνει το παλληκάρι.
Επίσης (υποκ.) κουτσαβάκι (το) – κουτσαβάκικος, -η, -ο, κουτσαβάκικα επιρρ.