Πρόστηση (η) {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων}
ΝΟΜ. η ανάθεση από ένα πρόσωπο (προστήσαντα) σε κάποιο άλλο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας που αποβλέπει στη διεκπεραίωση των υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πρώτου.
[ΕΤΥΜ. Νεόπλαστος όρος που ανάγεται στο αρχ. προΐστημι “τοποθετώ μπροστά μου – ορίζω κάποιον αρχηγό ή εκπρόσωπό μου” με βάση το νέο αοριστικό θ. στησ-]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1497