Ήκιστα επίρρ. (αρχαιοπρ.)
1. ελάχιστα, κατά τρόπο μόλις αισθητό: εφάνη ~ συγκινημένος ΣΥΝ. μόλις, ανεπαίσθητα
2. καθόλου, κατ’ ουδένα τρόπο: επιχειρηματίας ~ αξιόπιστος || τυγχάνει ~ συμπαθής στους δημοσιογράφους ΣΥΝ. όλως διόλου, ουδόλως.
[ΕΤΥΜ. < αρχ. ἥκιστα, υπερθ. του επιρρ. ἦκα “ελαφρώς, λίγο” βλ. λ. ήσσων]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 724