Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Άρθρο: Στην κόλαση του Καλέ Γρότο

του Γρηγόρη Γιοβανόπουλου
Τον μήνα Αύγουστο κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας έλαβαν χώρα σημαντικά ιστορικά ,πολιτικά ,στρατιωτικά γεγονότα που σημάδεψαν τον Ελληνισμό.
-Τον Αύγουστο του 480 π.Χ σκοτώνεται ο Λεωνίδαςστη μάχη των Θερμοπυλών, μαζί με τους 300 Σπαρτιάτες, και τους 700 Θεσπιείς.
-Αύγουστο υπογράφτηκε η Συνθήκη των Σεβρών
-15 Αυγούστου τορπιλίστηκε η Έλληαπό τους Ιταλούς
-τον Αύγουστο του 479 π.Χ. έγινε Η μάχη των Πλαταιών
-τον Αύγουστο του 1071 ο μαρτυρικός πολεμιστής –αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης ηττάται μετά από προδοσία στη μάχη του Μάτζικερτ,
– Αύγουστο του 1909 έγινε το κίνημα που άλλαξε την Ελλάδα,
– Αύγουστο του 1922 συντελέστηκε η μεγαλύτερη καταστροφή του Ελληνισμού , η μικρασιατική ,
-Αύγουστο του 1921 διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που θα περιγράψω στο σημερινό άρθρο.
Δόθηκαν πολλές και σκληρές μάχες κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας εκεί στα βάθη της Ανατολής. Είναι αδύνατον να περιγραφούν όλες .
Είναι μια μάχη όμως που και μόνο αυτή να περιγραφεί, μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα της εκστρατείας στο Σαγγάριο. Μια μάχη που και μόνο το όνομά της προκαλεί το δέος σ’αυτούς που γνωρίζουν ή σ’αυτούς που έχασαν ανθρώπους εκεί ψηλά που… ακόμη ίσως λευκάζουν άταφα τα οστά εκατοντάδων , ίσως και χιλιάδων ηρώων μας. Η μάχη του Καλέ Γκρότο.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και προκάλεσαν την επέμβαση της Ελλάδας στη Μ. Ασία στις 15 Μαϊου 1919 με την αρχή της μικρασιατικής εκστρατείας έχουν γραφεί, έχουν αναλυθεί, αποτέλεσαν θέμα διαφωνιών, και δεν νομίζω ότι χρειάζεται τώρα να αναφερθώ σ΄’αυτά, παρά μόνο ως μια απαραίτητη αναφορά για να οριστεί το χρονικό, ιστορικό και στρατιωτικό πλαίσιο των συγκεκριμένων γεγονότων.
Το καλοκαίρι του 1921 λοιπόν ο «πάλαι ποτέ» αρχηγός των «Ιαπώνων» Δ. Γούναρης αναλαμβάνει Πρωθυπουργός και αποφασίζει τη συνέχιση της εκστρατείας μέχρι την τελική συντριβή του Κεμάλ και του λεγόμενου εθνικιστικού κινήματος των Τούρκων. Βέβαια τα μηνύματα δεν ήταν θετικά καθώς οι σοβαροί στρατιωτικοί προειδοποιούσαν για τις δυσκολίες ,ο Βενιζέλος συμβούλευε από την Ευρώπη για συμβιβασμό, Γάλλοι και Ιταλοί μας είχαν εγκαταλείψει , οι Άγγλοι κοίταγαν τα συμφέροντά τους στη Μεσοποταμία και τα στενά.
Ο Γούναρης λοιπόν ζητά από το έθνος των 4,5 εκατομμυρίων κατοίκων να αναλάβει έργο πολύ υψηλότερο των δυνάμεών του. Τι κι αν για να πάρει τις εκλογές έλεγε τα αντίθετα; Τι κι αν κατηγορούσε τον Βενιζέλο για τυχοδιωκτισμό; Η Ιστορία έπρεπε να γράψει αυτόν ως δημιουργό της «Μεγάλης Ελλάδας».
Έτσι καλούνται στα όπλα εκτός από τις κλάσεις 1913, 1914 ,1915 και οι παλαιότερες του 1912 αλλά και του 1904, 1905 έτσι ώστε η στρατιά Μ. Ασίας να νικήσει επιτέλους τον Κεμάλ. Βέβαια όλοι εκείνοι δεν προσήλθαν στο στράτευμα αλλά γέμισαν τα βουνά από λιποτάκτες και φυγόστρατους καθώς όλοι αυτοί είχαν αποκάμει να υπηρετούν και να πολεμούν τόσα χρόνια.
Η στρατιά μετά την επιστράτευση αριθμούσε πλέον 225.000 άνδρες . Μια πολεμική δύναμη που ποτέ δεν είχε παρατάξει η Ελλάδα.
Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια ανασύστασης του επιτελείου των πολέμων 1912-1913 καθώς ο «πολύς» Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε, στις 29 Μαϊου 1921 ο Κωνσταντίνος αναχώρησε για την Σμύρνη όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή παρόλο που οι Μικρασιάτες ήταν Βενιζελικοί.
Στις 3 Ιουνίου συγκροτήθηκε πολεμικό συμβούλιο και στις 29 Ιουνίου εξαπολύεται η μεγάλη θερινή επίθεση με στόχο το Εσκή σεχήρ, την Κιουτάχεια και το Αφιόν Καραχισάρ, τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής, την κύκλωση και τον εκμηδενισμό του τουρκικού στρατού.
Ο γενναίος ελληνικός στρατός, αν και με ηγεσία αμφίβολης ποιότητας καθώς αντικαταστάθηκαν οι περισσότεροι βενιζελικοί αξιωματικοί, εξορμά, και στις 5 Ιουλίου μπαίνει στην Κιουτάχεια, την πόλη του Κιουταχή που άλωσε το Μεσολόγγι, όπου την άλλη μέρα φτάνει νικητής ο Μεσολογγίτης αρχιστράτηγος Παπούλας.
Δυστυχώς μετά από αδράνεια του διοικητή του Β’ σώματος στρατού, η κύκλωση και ο εκμηδενισμός του εχθρού δεν επιτυγχάνεται καθώς αυτός με διαταγή του Κεμάλ
«να διατάξετε γενικό υποχωρητικό ελιγμό. Υποχωρήστε 300 χιλιόμετρα ως το Σαγγάριο και ετοιμάσετε νέες αμυντικές θέσεις που να καλύπτουν την Άγκυρα». BenoistMechinστο βιβλίο Mustafa kemal.
Υποχωρεί πέρα από το Σαγγάριο
Όμως πίσω στην Ελλάδα ο ενθουσιασμός είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Ακόμη και ντελάληδες επιστρατεύτηκαν και διαλαλούσαν στα χωριά, πως ο θρίαμβος ήταν μεγάλος και κάποιοι έλεγαν πως ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο ίδιος ο Κεμάλ. Δυστυχώς και η Κυβέρνηση πίστευε πως η νίκη ήταν βέβαιη και ο πόλεμος θα τελείωνε. Όταν όμως κατακάθισε κάπως η θριαμβολογία και τα μεγάλα λόγια, έγινε αντιληπτό πως η υποχώρηση του εχθρού σε βάθος 300 χιλιομέτρων όχι μόνο δεν έλυνε το ζήτημα αλλά δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα ακόμη πιο δυσεπίλυτο. Με φανερή αγωνία γράφει στο ημερολόγιό του ο Πρίγκιπας Νικόλαος: «Πρέπει να τελειώνωμεν και δεν μπορούμε να κυνηγούμεν τον Κεμάλ στα ενδότερα της Ασίας. Πού θα μας πάη;»
Έτσι αποφασίζεται στη μοιραία σύσκεψη της Κιουτάχειας η εκστρατεία προς την Άγκυρα με σκοπό την εκμηδένιση του εχθρού.
Η πορεία πρός την Αγκυρα
Η ελληνική στρατιά ,στις 28 Ιουλίου με εννιά μεραρχίες και μια ταξιαρχία ιππικού, ξεκίνησε τήν προέλασή της ανενόχλητη, κινούμενη ανατολικά, ακολουθώντας τίς πορεία πού είχε κάνει αμέτρητες φορές ο βυζαντινός στρατός, όταν αιώνες νωρίτερα, καταδίωκε τούς Πέρσες ή τούς Άραβες ή τούς Σελτζούκους εισβολείς.
Στις 3 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός είχε ολοκληρώσει τήν πρώτη φάση του σχεδίου προελάσεως, φτάνοντας στη γραμμή Μιχαλίτς – Σαρήκιοϊ – Σιβρί – Χισάρ – γέφυρα Φετί Ογλού. Παρέμεινε εκεί γιά τριήμερη ανάπαυση, και στίς 5 Αυγούστου τό επιτελείο εξέδωσε γενική διαταγή, σύμφωνα μέ τήν οποία ο κύριος όγκος της στρατιάς θά στρέφοταν πρός νότον καί θά βάδιζε παράλληλα μέ τό νότιο κλάδο του Σαγγαρίου ποταμού.
Ήταν το «μεγαλοφυές σχέδιο» του Ξενοφώντα Στρατηγού που υποχρέωσε τη στρατιά των ηρώων να βαδίσει μέσα από την Αλμυρά έρημο, κουβαλώντας και τις χλαίνες τους, πίνοντας μισό ποτήρι τσάι και τρώγοντας μισοβρασμένο σιτάρι «τα κόλλυβα του Γούναρη» όπως έλεγαν οι στρατιώτες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μόλις έβγαιναν από την Αλμυρά έρημο θα έπεφταν απάνω σε μια σειρά από κακοτράχαλα και οχυρωμένα με μαεστρία βουνά με το χειρότερο όλων το Καλέ Γκρότο.
Κατά τη διάρκεια της πορείας των Ελλήνων στρατιωτών κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου, επαληθεύτηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του Διευθυντή του 3ου Γραφείου, Συνταγματάρχη Σπυρίδωνος οι οποίες είχαν εκτεθεί στη σύσκεψη της Κιουτάχειας και φυσικά δεν ελήφθησαν υπόψη. Η έλλειψη νερού καί τροφίμων, οι αρρώστιες καί οι πυρετοί, η ζέστη καί η κούραση είχαν προκαλέσει περισσότερες απώλειες στους στρατιώτες μας από ότι οι επιθέσεις του τουρκικού ιππικού καί των ατάκτων. Οι άντρες είχαν ξεπεράσει τά φυσιολογικά όρια αντοχής πολύ πρίν αρχίσουν οι μάχες μέ τόν εχθρό.
 «Οι σαλπιγκτές χαιρέτισαν την ανατολή της 1ης Αυγούστου, τον πολεμικό παιάνα κι οι πολεμιστές μας απάντησαν με την κραυγή “Αέρα”. Ήταν αυτοί, που πριν λίγες μέρες φώναζαν στο Γούναρη: “Θέλουμε ν’ απολυθούμε». Ποιά καλή μάγισσα είχε μεταμορφώσει τους κουρασμένους ήρωες σ’ ατίθασα παλληκαρόπουλα; Ήταν η φλόγα της Φυλής εκείνη……. Οι στρατιώτες μας ξεκίνησαν για τη μαρτυρική πορεία τους στην έρημο σιγοτραγουδώντας: “Μουσταφά μωρέ Κεμάλη είσαι αγύριστο κεφάλι…”. Γρήγορα, όμως, το τραγούδι πνίγηκε στο στόμα τους, η τρομακτική δίψα άρχισε να τους τυραννάει. Περπατούσαν τρεις και πλέον ημέρες, με θερμοκρασία, που θα έφθανε τους 45 βαθμούς υπό σκιά – αν υπήρχε σκιά. Αλλά δεν υπήρχε, μόνο καυτός ήλιος κι η άμμος της ερήμου.

Η πορεία ήταν μαρτυρική και σαν να μην έφτανε η αφόρητη ζέστη το μαρτύριο της δίψας το μεγάλωνε η ξηρά τροφή, που είχαν μαζί τους οι στρατιώτες μας – καπνιστές ρέγγες και κρεμμύδια. Θα έλεγε κανείς πως σκληρός βασανιστής είχε επινοήσει το μαρτύριο εκείνο. Κι όμως δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Λίγο πριν αρχίσει η πορεία, το 4ο Γραφείο είχε ειδοποιήσει με σήματα του τις μονάδες, ότι η τροφοδοσία των ανδρών τους έπρεπε να εξασφαλιστεί «εκ των ενόντων» – εκ των ενόντων μέσα στην έρημο! Αλλά η Επιμελητεία μας δεν είχε άλλη λύση. Τα μαχόμενα τμήματα είχαν απομακρυνθεί 200 χιλιόμετρα από τις βάσεις ανεφοδιασμού και τα μεταφορικά μέσα ήταν λίγα. Χάλαγαν χωρίς να είναι δυνατό ν’ αντικατασταθούν. Η Ελλάδα άρχιζε μια νέα εκστρατεία ενώ βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας.

«Ο αφόρητος εις καύσωνα τυφλωτικός ήλιος τής ερήμου μετέβαλλε τήν όψιν του βαδίζοντος φαντάρου, μέ τόν γυλιόν φορτωμένον εις τούς ώμους του, εις όψιν άγωνιώντος ετοιμοθάνατου. Ο ίδρώς έρρεε «ποτάμι» κι’ οι οφθαλμοί του σχεδόν κλειστοί. Καί τήν δύσιν του ηλίου ηκολούθει εις τήν ερημον ψύχος δριμύ…». 

Η εφιαλτική αυτή περιγραφή δεν ανήκει στους αντίπαλους του καθεστώτος, είναι περιγραφή του συνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος, διευθυντή του 4ου Γραφείου της Στρατιάς – δηλαδή της Επιμελητείας. Και ήταν σε θέση να γνωρίζει τη πραγματικότητα ο εκλεκτός εκείνος αξιωματικός, του οποίου οι εισηγήσεις δεν ακούστηκαν. Η εκστρατεία του Σαγγάριου ήταν ένα τραγικό σφάλμα, που την μετέβαλε σε έγκλημα το σχέδιο της επίθεσης. Ο κύριος όγκος του Στρατού μας ρίχτηκε σε μια εξαντλητική πορεία 60-70 χιλιομέτρων δια μέσου της Αλμυράς Ερήμου, για να προσβάλει την αμυντική διάταξη του εχθρού από το αριστερό…..

Η 10η Αυγούστου βρίσκει τους στρατιώτες μας στο όριο της αντοχής τους. Έχουν μεταβληθεί σε φαντάσματα. Η σκόνη της Αλμυρός Ερήμου έχει διαποτίσει τους πνεύμονες τους, αναπνέουν με δυσκολία. Δεν ιδρώνουν – από τους πόρους τους βγαίνουν οι πρώτες σταγόνες αίματος. Λίγο ακόμη και θα καταρρεύσουν.

Τη στιγμή ακριβώς εκείνη δίνεται η διαταγή επίθεσης κατά του εχθρού – έχουμε πλησιάσει στις γραμμές άμυνάς του. Και τότε γίνεται ένα ακόμη θαύμα. Οι ζωντανοί – νεκροί της Στρατιάς μας υψώνουν το ανάστημα. Το βογγητό του μαρτυρίου τους μεταβάλλεται σ’ αλαλαγμό – σ’ επιθετικό παιάνα. Οι λόγχες αστραποβολούν κι οι στρατιώτες μας ορμούν ακάθεκτοι. Πού βρήκαν τη δύναμη τα παλικάρια εκείνα, μετά το μαρτύριο της ερήμου, πού βρήκαν το ψυχικό σθένος, όταν ένιωθαν, ότι διοικούνται από ανίκανους; Στην ίδια πηγή, όπου βρήκαν το σθένος οι Μαραθωνομάχοι, οι αλύγιστοι υπερασπιστές του Μεσολογγίου – στην ελληνική ψυχή. Κι εκεί, στις όχθες του Γκεούκ (παραπόταμου του Σαγγάριου) επαναλαμβάνεται μια από τις αθάνατες στιγμές των εκστρατειών του Ναπολέοντα.

Όταν ο νεαρός Βοναπάρτης ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς της Ιταλίας, ο Οζερώ του ανάφερε, ότι οι «Γκρινιάρηδες» δηλαδή οι περίφημοι πιστοί του Γρεναδιέροι στερούνταν τα πάντα – ζωοτροφές, πολεμοφόδια, υποδήματα. «Έχει ο εχθρός, ας πάμε να του τα πάρουμε», απάντησε ο τρομερός Κορσικανός. Έτσι κι έγινε. Οι στρατιώτες μας δεν είχαν τον Ναπολέοντα αρχιστράτηγο. Ο καθένας, όμως, είχε στην καρδιά του το θάρρος του Βοναπάρτη. Ορμούν, φωνάζοντας: «Εμπρός, παιδιά… Οι Τούρκοι έχουν νερό…» Κι αμέσως ανατρέπουν τη πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού. Αλλά το μεγαλείο των πολεμιστών δίνει πιο ζωντανά, πιο έντονα, τη μικρότητα των ηγετών τους.»

Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες

Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν επικές. Ποτάμια αίματος των Ευζώνων πότισαν τήν γη της Μικράς Ασίας. Οι τσολιάδες μας παρόλη τήν κούραση, τίς πορείες καί τήν πείνα, κατάφεραν νά νικήσουν. Ταπείνωσαν τόν Κεμάλ, έξω από τήν πρωτεύουσά του. Κατέλαβαν το ένα μετά τό άλλο τά οχυρά του. ΝΙΚΗΣΑΝ! Νίκησαν όμως μέ βαρύτατες απώλειες. Ο Γιάννης Καψής στά βιβλία του, όσο κατηγορεί τούς ανώτατους αξιωματικούς (κυρίως τόν πρίγκιπα Ανδρέα) για ανικανότητα, τόσο εκθειάζει τούς απλούς στρατιώτες για τη γενναιότητα καί τήν αυτοθυσία πού επέδειξαν στην μάχη της Άγκυρας.

Τη 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο ελληνικός στρατός εφόρμησε. Τό αριστερό επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τόν ποταμό Γκεούκ. Τό κέντρο στά απόκρημνα οχυρά Ταμπούρ Ογλού καί Σαπάντζα, ενώ τό δεξιό επιτέθηκε στό απόρθητο Κάλε Γκρότο.

Στους χάρτες του επιτελείου μας έδινε την εντύπωση ενός ακόμη λόφου. Και ανατέθηκε στο Β’ σώμα στρατού να το καταλάβει. Πίστευαν οι επιτελείς μας πως με βάση αυτό θα γινόταν η κυκλωτική επίθεση που θα ανάτρεπε τον εχθρό. Ακόμη ένα μεγάλο λάθος. Το Καλέ Γκρότο δεν ήταν ένα συνηθισμένο ύψωμα . Ήταν ένας γρανιτένιος όγκος , ένας ρυτιδωμένος βράχος άριστα οργανωμένος με χαρακώματα, συρματοπλέγματα ,φωλιές πολυβόλων και διασταυρούμενα θεριστικά πυρά.
Έπρεπε να παρακαμφθεί ,αλλά ο διοικητής του Β’ σώματος στρατού Βασιλόπαις Πρίγκιπας Ανδρέας, ένας ακόμη ερασιτέχνης στρατιωτικός της παλιάς σχολής των «κατά μέτωπον επιθέσεων» που τόσο κόστισε στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο ,διατάσσει επίθεση. . Ήταν 13 Αυγούστου και οι στρατιώτες μας ορμούν, οι περισσότεροι θερίζονται σαν στάχια. Αλλά ο Πρίγκιπας Ανδρέας επιμένει . Ο χορός του θανάτου συνεχίζεται και την άλλη μέρα . Η 5η Μεραρχία ρίχνεται στη μάχη , το ένα Σύνταγμα διαδέχεται το άλλο αλλά οι απώλειες είναι τρομερές . Όμως κανένας ελιγμός δεν πραγματοποιείται . Επιθέσεις ξανά και ξανά. Οι επιτελείς κάτω από τα αντίσκηνα και οι στρατιώτες μας να φιλιούνται δακρυσμένοι όχι βέβαια από φόβο αλλά από πίκρα, πριν από κάθε έφοδο λίγο πριν πέσουν νεκροί. Γέμισαν οι πλαγιές και οι βράχοι του απόρθητου οχυρού πτώματα ,αλλά στις 9,30 το βράδυ οι εναπομείναντες ήρωες πατούν την κορυφή του Καλέ Γκρότο και ξετρυπώνουν έναν –έναν τους Τούρκους που το υπεράσπιζαν. Η μάχη είχε κρατήσει 12 ολόκληρες ώρες.
Οι απώλειες τεράστιες, στρατιώτες, υπαξιωματικοί, αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους εκεί. Όμως σ’ έναν πόλεμο σαν αυτόν υπάρχουν και θύματα, υπάρχουν απώλειες. Τα θύματα αυτά βρίσκουν δικαίωση όταν η θυσία τους είναι επιβεβλημένη .
Τότε αποκτά νόημα και γίνεται σύμβολο αιώνιο.
Όμως αυτή η θυσία ήταν άσκοπη, το συγκεκριμένο ύψωμα έπρεπε να παρακαμφθεί. Ο διοικητής του Β’ σώματος έπρεπε να διαβλέψει το μάταιο του εγχειρήματος. Την ίδια ώρα που ο ανεκδιήγητος Πρίγκιπας ,έστελνε τα παλικάρια της 5ης Μεραρχίας πάνω στις κάννες των πολυβόλων των Τούρκων ,τα τμήματα του Α’ σώματος στρατού έκαναν επίθεση κατά της δεύτερης γραμμής άμυνας των Τούρκων πίσω από το Καλέ Γκρότο.
Ο θάνατος εκατοντάδων στρατιωτών μας ήταν άσκοπος και μάταιος.
Μετά από αιματηρές μάχες σώμα μέ σώμα καί διά της λόγχης, οι Ελληνες διέσπασαν τήν πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων. Κατέλαβαν καί τήν δεύτερη αμυντική γραμμή στήν οροσειρά Τσάλ Αντίζ. Ο Κεμάλ , παρακολουθώντας τη μάχη από το σταθμό διοίκησης του και βλέποντας το Στρατό του ν’ αποδεκατίζεται, μουρμουρίζει: « Αν ηττηθούμε, Έλληνες θα μας έχουν νικήσει»…
Οι Τούρκοι ηττώνται καί στην τρίτη αμυντική γραμμή καί ετοιμάζουν νά εκκενώσουν τήν Άγκυρα καί να αποτραβηχτούν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί καί υπό συνεχή καύσωνα οι Έλληνες πολέμησαν επί 19 μερόνυκτα στην κόλαση του Σαγγάριου. Απέκρουσαν καί τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση πού έγινε στίς 28 Αυγούστου 1921. Μετά τίς μάχες, ο Κεμάλ στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θά δήλωνε: “Ο Σαγγάριος παραλίγο νά γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη διήρκεσε 22 αδιακοπα μερόνυκτα, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της τουρκικής ιστορίας.”
Στις 24 Αυγούστου, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε νά σταματήσει τίς επιχειρήσεις .Έτσι η στρατιά χωρίς να ηττηθεί έπαιρνε το δρόμο της «αποχώρησης» έχοντας 23.520 άνδρες λιγότερους. Τα παλικάρια πήραν το δρόμο της επιστροφής χωρίς να θάψουν τους νεκρούς τους , χωρίς να φροντίσουν τους τραυματίες, βουρκωμένα, με την ψυχή τους γεμάτη μίσος γι’ αυτούς που τους πρόδωσαν. Αυτή η υποχώρηση είχε τη δραματικότητα της υποχώρησης της μεγάλης στρατιάς του Βοναπάρτη από τη Μόσχα αλλά βέβαια χωρίς ένα Βοναπάρτη.
Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Νικόλαος θά έγραφε αργότερα στό ημερολόγιο του: “Αναχωρούμεν σήμερον Τρίτην, 14 Σεπτεμβρίου. Καί πάλιν κατά σύμπτωσιν, ημέραν αποφράδα.”
Εκεί στην Αλμυρά Έρημο,
εκεί στο Καλέ Γκρότο,
η φιλαρχία, η ανικανότητα, η ματαιοδοξία
λίγων μοιραίων ανθρώπων, έθαψε τα ωραιότερα όνειρα του έθνους,
όνειρα 500 ετών
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος