Νταγιαντίζω
ρ. μτβ. [νταγιάντ-ισα] (λαϊκ.-σπαν.) δέχομαι αναγκαστικά δυσάρεστη κατάσταση, μαθαίνω να επιβιώνω μαζί της: “δεν νταγιαντούσαμε άλλο τη φτώχια!” (Δ. Σωτηρίου).
ΣΥΝ. Υπομένω, ανέχομαι, αντέχω, βαστώ, υποφέρω
Επίσης νταγιαντώ [-είς…], – νταγιάντισμα (το)
[ΕΤΥΜ. < τουρκ. dayandim, αόρ. του ρ. dayanmak "στηρίζομαι, υπομένω"]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β’ έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006), σελίδα 1197