Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 22, 2012)

Παρέκκλιση (η) [μτγν] {-ης κ. -ίσεως | -ίσεις, ίσεων}
1. η απομάκρυνση από την αρχική, την ορθή ή τη διακηρυγμένη πορεία: ιδεολογική / κομματική ~ || στο ταξίσι κάναμε μια ~ για να επισκεφτούμε τα γειτονικά χωριά ΣΥΝ. Λοξοδρόμηση
2. (ειδικοτ.) η απομάκρυνση από τους ηθικούς κανόνες: στη ζωή του έκανε αρκετές ~
ΣΧΟΛΙΟ: λ. κλίνω, σύγκλιση
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1342