Κακέμφατος, -η, -ο (λογ.)
2. κακέμφατο (το) η χρήση στον λόγο λέξεων ή συλλαβών, από τη συνεκφορά των οποίων προκύπτει αισχρό ή διφορούμενο νόημα
λ. κακόσημος
[ΕΤΥΜ. μτγν. < κακ(ο) + -έμφατος <εμφαίνω].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 809