Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 16η, 2012)

Κακέμφατος, -η, -ο (λογ.)
1. (λόγος) που προξενεί άσχημη εντύπωση, που έχει κακή σημασία ΣΥΝ. απρεπής, άσεμνος, αισχρός
2. κακέμφατο (το) η χρήση στον λόγο λέξεων ή συλλαβών, από τη συνεκφορά των οποίων προκύπτει αισχρό ή διφορούμενο νόημα
λ. κακόσημος
[ΕΤΥΜ. μτγν. < κακ(ο) + -έμφατος <εμφαίνω].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 809