1. (κακοσ.) η (νόμιμη ή μη) αμοιβή (κάποιου) για τη μεσολάβησή του σε μεγάλη αγοραπωλησία: πήρε μεγάλη ~ από την πώληση της τσιμεντοβιομηχανίας ΣΥΝ. προμήθεια.
2. (στη χαρτοπαιξία) το αρχικό ποσό που καταθέτει κάθε παίκτης, για να μπει στο παιχνίδι ΣΥΝ. κάβα
3. ΤΕΧΝΟΛ. μικρός και ισχυρός ηλεκτρικός μηχανισμός, που χρησιμοποιείται για την εκκίνηση των κινητήρων εσωτερικής καύσεως, κυρ. των αυτοκινήτων: γυρίζω τη ~ ΣΥΝ. εκκινητήρας.
[ΕΤΥΜ. < γαλλ. mise, θηλ. του mis, μτχ. τ. ρημ. mettre «βάζω, θέτω» (< λατ. mittere «στέλνω, αφήνω»). Το ίδιο ισχύει και με τη μίζα του αυτοκινήτου, η οποία αποδίδει τη γαλλ. φρ. mise (en marche) “εκκινητήρας”].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1101