Μειοδότης (ο) [1833] {μειοδοτών}, μειοδότρια (η) {μειοδοτριών}
1. πρόσωπο που αναλαμβάνει να εκτελέσει έργο με κόστος ή αμοιβή χαμηλότερη από αυτήν που προτείνεται από τους ανταγωνιστές του: το έργο κατακυρώθηκε στον ~ του διαγωνισμού ΑΝΤ. πλειοδότης.
2. (μτφ.-κακόσ.) πρόσωπο που βλάπτει το κοινό συμφέρον: τον κατηγόρησε ως εθνικό ~ . ΣΥΝ. προδότης
ΣΧΟΛΙΟ λ. πλειονοψηφία
[ΕΤΥΜ. μειο- (βλ.λ.) + δότης, μεταφρ. δάνειο από γερμ. Mind-estbietende]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1066