Εθνεγερσία(η) [1831] {εθνεγερσιών}
η εξέγερση έθνους εναντίον κατακτητή, ο ξεσηκωμός του για την αποτίναξη της δουλείας. ΣΥΝ.Επανάσταση ΑΝΤ.Υποτέλεια, υποταγή.
– εθνεγέρτης(ο) [1878], εθνεγερτικός, -η, -ο [1878]
[ΕΤΥΜ. < εθνεγέρτης < έθνος + εγέρτης < εγείρω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 551