Συρφετός (ο)
πλήθος ετερόκλητων και αμφίβολης αξίας ή ήθους ατόμων: γύρω από τον ηγεμόνα συγκεντρώθηκε ένας ~ κολάκων και τσαρλατάνων.
[ΕΤΥΜ.: αρχ., αρχική σημασία : “οτιδήποτε παρασύρει ο άνεμος, όπως σωρός φύλλων, άχυρα κ.τ.ό.”, < θ. συρ-φ- (< σύρω, με δασεία παρέκταση -φ-) + παράγ. επίθημα -ετός.
Η λ. συνδέεται επίσης με το γοτθικό bi-swairban “εξαλείφω”, αρχ. γερμ. swerban “περιστρέφομαι, εξαλείφω”, αν θεωρηθεί ότι το αρχικό σ- παρουσιάζει τη φωνολογική εξέλιξη που παρατηρούμε στο ουσ. σέλας (βλ.λ.) Η σημερινή σημ. ήδη αρχ.]