Αντρανίζω
ρ. αμετβ. (αντράνισ-α, -μένος) (διαλεκτ.) σηκώνω το κεφάλι και ορθώνω το βλέμμα
ΣΥΝ. ατενίζω. Επίσης ανατρανίζω
[ΕΤΥΜ. μεσν. < ἐντρανίζω “κοιτάζω επίμονα” < ἐντρανής, “φανερός, έντονος” < ἐν + τρανής, βλ.λ. “τρανός”].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 215