Κυριότητα (η) [μτγν.] {χωρ. πληθ}
1. η άμεση, απόλυτη και ολοκληρωτική εξουσία προσώπου πάνω σε πράγμα (όπως αναγνωρίζεται από τον νόμο): απέκτησα δια αγοράς την πλήρη ~ ακινήτου || τίτλος κυριότητας || περιορισμένη / αποκλειστική ~ || αμφισβήτηση / μεταβίβαση / επιδίκαση κυριότητας. ΣΥΝ. κατοχή, ιδιοκτησία ΑΝΤ. ακτησία
2. ΝΟΜ. ψιλή κυριότητα βλ.λ. ψιλός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 976