Αγανάκτηση [αρχ] κ. (καθημ.) αγανάχτηση (η) [μεσν.] {-ης, κ. -ήσεως | χωρ. πληθ.}
1. η ισχυρή δυσφορία για κάτι που θεωρείται άδικο, προσβλητικό ή ανήθικο, η δικαιολογημένη οργή: ο πρόεδρος εξάφρασε την ~ του για τις δηλώσεις του αντιπάλου πολιτικού || η ~ του πλήθους || ιερή, προσποιητή, γενική, διάχυτη, συγκρατημένη, βαθιά, εύλογη, πάνδημη, ζωηρή, λαϊκή αγανάκτηση || κύμα, θύελλα αγανάκτησης ΣΥΝ. δυσφορία, οργή, δυσανασχέτηση
2. (λαϊκ) οτιδήποτε προκαλεί δυσφορία: είχε πολλή κίνηση ο δρόμος, σκέτη ~.