διαδοσίας (ο/η | διαδοσιών)
πρόσωπο που διασπείρει ανυπόστατες ειδήσεις και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες με αποτέλεσμα συνήθ. την πρόκληση αναστάτωσης, ανησυχίας.
(ΕΤΥΜ. < διάδοση + παραγ. επίθημα -ίας, πβ. κ. δηλωσ-ίας).
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, β΄έκδοση, γ’ ανατύπωση – σελ. 479