ελλην. αίγλη, λάμψη. (αργκό) η γοητεία, η ακτινοβολία που εκπέμπει (κάποιος/κάτι): η χτεσινή δεξίωση είχε πολύ ~ , παρέλασαν ένα σωρό μοντέλα και διασημότητες. ΣΥΝ. ακτινοβολία, σαγήνη, (γαλλ.) πρεστιζ.
Επίσης γκλάμορ
[ΕΤΥΜ. αντιδάν., < αγγλ. glamour <σκωτσ. glammar < αγγλ. grammar "γραμματική, - αίγλη από την κατάκτηση της γνώσης, της σοφίας και μάλιστα της απόκρυφης" < ελλην. "γραμματική"]
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 420