Περιλαβαίνω ρ. μεταβ [μεσν.] [περίλαβα]
αρπάζω (κάποιον / κάτι) με επιθετικό τρόπο· επιτίθεμαι λεκτικά: τον περίλαβε με τα χειρότερα λόγια, τον έκανε ρεζίλι || θα σε περιλάβει και εσένα, θα έρθει η σειρά σου || (ως απειλή) κάτσε καλά, μη σε περιλάβω! (πβ. λ. περιλαμβάνω). ΣΧΟΛΙΟ λ. λαμβάνω
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 1380