1. η πράξη με την οποία σηματοδοτείται η αρχή ενέργειας, γεγονότος, κατάστασης κλπ: αυτή τη στιγμή ο πρόεδρος της Ολυμπιακής επιτροπής κυρύσσει την ~ των αγώνων ΣΥΝ. ξεκίνημα, εκκίνηση, αρχή ΑΝΤ. Λήξη, περάτωση, τέλος.
2. (κατ’ επεκτ.) το χρονικό σημείο κατά το οποίο αρχίζει (κάτι): η ~ των εργασιών της Βουλής έχει προγραμματιστεί για την επόμενη εβδομάδα ΣΥΝ. αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα ΑΝΤ. τελείωμα, τελειωμός
3. (συνεκδ.) η τελετή με την οποία ξεκινά κάτι, αρχίζει μια διαδικασία, μια περίοδος: κατά την ~ των εργασιών της συνόδου ο πρόεδρος θα εκφωνήσει βαρυσήμαντη ομιλία. ΣΧΟΛΙΟ: λ. προκαταρκτικός
[ΕΤΥΜ. < μτγν. έναρξις <αρχ. ενάρχομαι <<αρχίζω, ξεικινώ>> < έν+άρχομαι, μεσ. ενεστ. του ρ. άρχω (βλ. λ.)]