Στην κατάμεστη από αγρότες και γεωτεχνικούς αίθουσα των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου η επιστημονική ημερίδα με θέμα το βακτηριακό κάψιμο των μηλοειδών που διοργάνωσε ο δήμος Αλεξάνδρειας.
Καλωσορίζοντας τους παρευρισκομένους, ο δήμαρχος Αλεξάνδρειας κ. Φώτης Δημητριάδης αναφέρθηκε στην προσπάθεια του δήμου να καθιερώσει, με απαρχή αυτή την ημερίδα, ένα πρόγραμμα συστηματικής ενημέρωσης και πληροφόρησης των αγροτών, με τη διοργάνωση σε τακτά διαστήματα εκδηλώσεων, ομιλιών, διαλέξεων και επιστημονικών ημερίδων για όλο το εύρος των θεμάτων και των προβλημάτων που απασχολούν τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, αλλά και τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες αλιείες της περιοχής.
«Με αυτές τις ημερίδες θα δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στην ανάδειξη προβλημάτων που αφορούν στην παραγωγή, προστασία και εμπορία των αγροτικών προϊόντων, καθώς και σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, καλώντας πανεπιστημιακούς καθηγητές και άλλους εξειδικευμένους επιστήμονες, για να μας διαφωτίσουν και να μας προτείνουν λύσεις γι’ αυτά τα προβλήματα, έτσι ώστε αυτές οι ενημερώσεις να έχουν πρακτικά και όχι θεωρητικά αποτελέσματα και οφέλη για τους χειμαζόμενους αγρότες της περιοχής μας», τόνισε στο χαιρετισμό του ο δήμαρχος.
Ο κ. Δημήτρης Σεργίου, Γεωπόνος-στέλεχος της διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αναφέρθηκε στο ιστορικό εμφάνισης και διασποράς της ασθένειας σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ακολούθησε η εισήγηση του κ. Γιώργου Καραογλανίδη, Λέκτορα Φυτοπαθολογίας του ΑΠΘ, με αναλυτική αναφορά στη συμπτωματολογία και επιδημιολογία του βακτηρίου Erwinia amylovora, που αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα φυτοπαθολογικά προβλήματα των γιγαρτοκάρπων (αχλαδιά, μηλιά) σε περιοχές της χώρας μας, όπως ο Τύρναβος αλλά και της Αλεξάνδρειας, όπου προκαλεί σημαντικές απώλειες στην παραγωγή και στο φυτικό κεφάλαιο.
Ο κ. Καραογλανίδης ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Μετά την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας το 1987 έγινε η μάστιγα για τους οπωρώνες αχλαδιάς καθώς οι καλλιεργούμενες στην περιοχή ποικιλίες (κοντούλα, κρυστάλλι) είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες. Το 2010 υπήρξε μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά και η επιδημική εμφάνιση της ασθένειας προκάλεσε πολύ σημαντικές ζημιές τόσο στην παραγωγή, ενώ ορισμένοι οδηγήθηκαν στην εκρίζωση των προσβλημένων οπωρώνων τους με σοβαρές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Το παθογόνο εκτός από την αχλαδιά προσβάλλει και την μηλιά αλλά και τη κυδωνιά με συμπτώματα τα οποία εκδηλώνονται σε όλα τα υπέργεια όργανα των δένδρων. Το βακτήριο διαχειμάζει στα έλκη τα οποία έχουν σχηματισθεί από προσβολές που σημειώθηκαν την προηγούμενη βλαστική περίοδο σε κλαδιά και βραχίονες των δένδρων. Το μόλυσμα που διαχειμάζει στα δένδρα ενεργοποιείται νωρίς την άνοιξη λίγο πριν το στάδιο της ρόδινης κορυφής. Η ενεργοποίηση γίνεται αντιληπτή με τη ροή βακτηριακών εκκριμάτων πάνω στα κλαδιά. Στη συνέχεια τα βακτηριακά κύτταρα διασπείρονται με τη βοήθεια των εντόμων κυρίως, αλλά και της βροχής, στα άνθη που ξεκινούν να ανοίγουν. Πάνω στα άνθη ξεκινά η επιφυτική ανάπτυξη του βακτηρίου η οποία υπό ευνοϊκές θερμοκρασιακές συνθήκες γίνεται εκθετικά. Το μόλυσμα το οποίο παράγεται στα άνθη μεταφέρεται με τις μέλισσες ή τη βροχή σε άλλα άνθη δημιουργώντας έτσι χιλιάδες νέες δυνητικές θέσεις μόλυνσης. Η μόλυνση των ανθέων γίνεται μόνο εφόσον κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας σημειωθούν βροχοπτώσεις ή εμφανισθεί ομίχλη. Στη συνέχεια το μόλυσμα το οποίο παράγεται στα άνθη μεταφέρεται στη τρυφερή νέα βλάστηση και εκεί σημειώνεται νέος κύκλος μολύνσεων εφόσον στους βλαστούς αυτούς υπάρχουν πληγές. Αίτια πληγών στη τρυφερή νέα βλάστηση μπορούν να αποτελέσουν τα νύγματα εντόμων, το χαλάζι αλλά και οι απλές ανοιξιάτικες/καλοκαιρινές καταιγίδες. Μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν την ευπάθεια των δένδρων στην ασθένεια περιλαμβάνονται η ποικιλία, οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η διατροφική κατάσταση του ξενιστή και η συχνότητα αρδεύσεων».
Ακολούθησε η εισήγηση του κ. Νικολάου Κατή, Καθηγητή και διευθυντή του Εργαστηρίου Φυτοπαθολογίας του ΑΠΘ, για τις μεθόδους αντιμετώπισης της ασθένειας, που όπως είπε, «στηρίζεται στη λήψη προληπτικών κυρίως μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν οι παραγωγοί, όπως:
· Κατά τη διάρκεια του χειμώνα να απομακρύνουν και να κάψουν όλα τα κλαδιά.
· Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου να γίνονται συνεχείς επιθεωρήσεις στους οπωρώνες για την απομάκρυνση των προσβεβλημένων βλαστών και κλαδίσκων οι οποίοι θα πρέπει επίσης να καίγονται.
· Από το στάδιο της πράσινης κορυφής θα πρέπει να γίνονται ψεκασμοί με εγκεκριμένα για το βακτηριακό κάψιμο σκευάσματα.
Όπως είπε ο καθηγητής «τα κυριότερα σκευάσματα που συνιστώνται για το βακτηριακό κάψιμο είναι ενεργοποιητές άμυνας των φυτών (Laminarine, Χαρπίνες) σε συνδυασμό με χαλκούχα σκευάσματα που έχουν έγκριση για το βακτηριακό κάψιμο και για τα οποία θα πρέπει οι παραγωγοί να συμβουλεύονται τους γεωπόνους γιατί ορισμένα από τα σκευάσματα είναι φυτοτοξικά. Σε κάθε περίπτωση τα σκευάσματα αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τα προληπτικά μέτρα υγιεινής γιατί διαφορετικά η εξέλιξη της ασθένειας δεν θα μπορεί να ελεγχθεί».
Επεσήμανε στους παραγωγούς ότι η χρήση αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση του βακτηριακού καψίματος απαγορεύεται και εάν βρεθούν υπολείμματα αντιβιοτικών μπορούν να επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις, δεδομένου ότι η χρήση των αντιβιοτικών στη γεωργία έχει απαγορευτεί για να αποφευχθούν σοβαρά προβλήματα στη δημόσια Υγεία.
Συνοψίζοντας, ο κ. Κατής ανέφερε ότι αν και το πρόβλημα του βακτηριακού καψίματος είναι αρκετά σοβαρό, η συνεχής συνεργασία των παραγωγών με τους γεωπόνους καθώς και η εφαρμογή των συνιστώμενων μέτρων μπορεί να συμβάλλουν στον έλεγχο της ασθένειας όπως αυτό έχει γίνει και σε άλλες χώρες όπου η ασθένεια ενδημεί.
Στην ημερίδα παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων, η Επίκουρος Καθηγήτρια Γεωργικής Φαρμακολογίας του ΑΠΘ, κ. Ουρανία Μενκίσογλου, ο διευθυντής του Εργοστασίου Πλατέος της ΕΒΖ, Δρ. εντομολογίας κ. Φίλιππος Ιωαννίδης, φυτωριούχοι δενδρωδών καλλιεργειών, γεωπόνοι και εκπρόσωποι εταιριών διακίνησης γεωργικών φαρμάκων.