Παρακμή (η) [μτγν.]![](data:image/gif;base64,R0lGODlhAQABAAAAACH5BAEKAAEALAAAAAABAAEAAAICTAEAOw==)
1. η σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας ή αξίας: η ~ της κοινωνίας / μιας χώρας…
2. (συνεκδ.) η χρονική περίοδος που ακολουθεί μια περίοδο ακμής και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας: έζησε στην ~ της ελληνικής αρχαιότητας …..
3. (ειδικότ.) ο (ηθικός) ξεπεσμός: ηθική ~ της νεολαίας ΣΥΝ. (μτφ) σήψη.
![](https://1.bp.blogspot.com/_7u6pg4EMmVw/TEtaI9-YynI/AAAAAAAADdY/UUPLSUTH2xU/s400/i_lexi_tis_evdomadas.png)
1. η σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας ή αξίας: η ~ της κοινωνίας / μιας χώρας…
2. (συνεκδ.) η χρονική περίοδος που ακολουθεί μια περίοδο ακμής και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας: έζησε στην ~ της ελληνικής αρχαιότητας …..
3. (ειδικότ.) ο (ηθικός) ξεπεσμός: ηθική ~ της νεολαίας ΣΥΝ. (μτφ) σήψη.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 1327