Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 21, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 20, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 20, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 20, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΘαλασσοδάνειο (το)

[1817] {θαλασσοδανεί-ου / -ων}

1. δάνειο με πολύ υψηλό τόκο, που δίνεται τον ιδιοκτήτη πλοίου ή τον υπεύθυνο για τη φόρτωση εμπορεύματος και του οποίου η επιστροφή εξαρτάται από το αν το προϊόν φτάσει σώο στον προορισμό του ή όχι.
2. (σκωπτ.) δάνειο του οποίου η εξόφληση δεν γίνεται εξαιτίας της αφερεγγυότητας του δανειζόμενου

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 739

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 18, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη εβδομάδα… (εβδομάδα 18, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η Λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 18, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΆφραστος, -η, -ο

(λογ.) αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, που είναι αδύνατον να περιγραφεί
ΣΥΝ.: (λογ.) ανέκφραστος, ανείπωτος, άρρητος, άφατος, απερίγραπτος

ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀ στερητ. + φραζω “λέγω, εκφράζω” (β.λ. “φράση”)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 329

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη εβδομάδα… (εβδομάδα 17, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΕπανάγω

ρ. μτβ {επανή-γαγα, -χθην, -ης, -η…}
1. φέρνω (κάτι) στην αρχική του θέση ή κατάσταση, επαναφέρω
2. ΝΟΜ. Επαναφέρω (υπόθεση) στο δικαστήριο, κάνω έφεση ΣΥΝ.: εφεσιβάλλω, εκκαλώ
επαναγωγή (η) [αρχ]
ΕΤΥΜ: αρχ. < ἐπ(ι) + ἀν(α) + ἄγω

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 638