Κατηγορίες
άρθρα

Κώστας Λαπαβίτσας – EReNSEP: «Η αποτυχία της Ευρωζώνης. Προτάσεις Οικονομικής Πολιτικής για την ανάκαμψη της Ελλάδας».

Στις αρχές του 2010, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) εισήλθε σε μια περίοδο κρίσης που υπέσκαψε την ύπαρξή της αλλά και την ύπαρξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναταραχή αυτή αποτελεί συνέχεια της παγκόσμιας κρίσης του 2007-9 που ξέσπασε αρχικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, και η οποία υποχώρησε σταδιακά στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλα μέρη του κόσμου, μετά από αποφασιστικές κρατικές παρεμβάσεις που στόχευσαν, πρώτα και κύρια, στην προστασία των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων.

Στην Ευρώπη όμως, η κρίση απέκτησε καταστροφικό χαρακτήρα και διάρκεια λόγω της δυσλειτουργικής ΟΝΕ. Στο τέλος του 2016 η Ευρωπαϊκή κρίση παραμένει ουσιαστικά ανεπίλυτη. Από τη σύστασή της, η δομή της ΟΝΕ ήταν ανεπαρκής και το μέλλον της επισφαλές. Αποτελεί μια ιστορική αποτυχία και είναι εμφανές πως δεν μπορούν να γίνουν πολλά, σε θεσμικό ή πολιτικό επίπεδο, ώστε να διασωθεί. Ακόμα χειρότερα, η κρίση και οι πολιτικές αντιμετώπισής της έχουν υπονομεύσει την ίδια την ΕΕ.

 

Ακολουθεί περίληψη της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ σχετικά με το αδιέξοδο της Ευρωζώνης, την αναπτυξιακή πολιτική που απαιτείται στην Ελλάδα και την προοπτική εξόδου από τη νομισματική ένωση. Το πλήρες κείμενο της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε με τη υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, είναι διαθέσιμο στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα .

 

 

 

  1. Η τρέχουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) είναι εύθραυστη και το μέλλον της παραμένει επισφαλές. Με ιστορικούς όρους η ΟΝΕ είναι μια αποτυχία. Οι πολιτικές που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης της ΟΝΕ, έχουν υπονομεύσει και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

 

  1. Η Ευρώπη θα πρέπει να απαλλαγεί από το νομισματικό ζουρλομανδύα της ΟΝΕ. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή πολιτικής, για να άρει τους περιορισμούς στη συνολική ζήτηση που επιβάλλει η ΟΝΕ, και να επιτρέψει τη δημιουργία εξωτερικών πλεονασμάτων. Σε αυτή τη βάση, η Ευρώπη θα πρέπει να υιοθετήσει μακροπρόθεσμες πολιτικές για την ενίσχυση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας, της απασχόλησης και του εισοδήματος. Μια τέτοια ριζική ανασυγκρότηση πολιτικής απαιτεί, τουλάχιστον, τη σύγκρουση με τις υφιστάμενες οδηγίες της ΕΕ, στον τομέα των επενδύσεων και του εμπορίου.

 

  1. Η Γερμανία έχει αναδειχθεί ως η κυρίαρχη δύναμη της ΟΝΕ, διαμορφώνοντας τις πολιτικές και τις προοπτικές της ΕΕ. Η υπεροχή της δεν έχει βασιστεί στο αντίστοιχο μέγεθος της οικονομίας της ή στην υποτιθέμενη αποτελεσματικότητά της. Αντίθετα, βασίστηκε στην επίμονη εγχώρια συγκράτηση των μισθών, τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα και την απόκτηση ενός τεράστιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τους Γερμανούς εξαγωγείς, εντός της ΟΝΕ. Το αποτέλεσμα ήταν, τη δεκαετία του 2000, τα τεράστια πλεονάσματα στο γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ άλλες χώρες, κυρίως στην εσωτερική περιφέρεια της ΟΝΕ, σημείωσαν τεράστια ελλείμματα.

 

  1. Εν ολίγοις, η Γερμανία ακολούθησε μια ιδιόμορφη πολιτική «νεομερκαντιλισμού» που ευνόησε τα συμφέροντα των μεγάλων Γερμανών εξαγωγέων, σε βάρος των Γερμανών μισθωτών και του γερμανικού λαού γενικότερα. Την δεκαετία του 2010, η κύρια πηγή των γερμανικών εξωτερικών πλεονασμάτων μετατοπίστηκε εκτός της ΟΝΕ, αλλά η εσωτερική της πολιτική παρέμεινε βασικά η ίδια. Η γερμανική εσωτερική πολιτική και η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είναι οι κύριες αδυναμίες της ΟΝΕ, γεγονός που επιδεινώνει τις αδυναμίες στην «αρχιτεκτονική» της νομισματικής ένωσης.

 

  1. Τα εξωτερικά ελλείμματα εντός της ΟΝΕ χρηματοδοτήθηκαν, μέσω πιστωτικών ροών, από πλεονασματικές σε ελλειμματικές χώρες με διάφορες μορφές: από ιδιώτες δανειστές προς το κράτος, από τράπεζες προς το κράτος, από τράπεζες προς άλλες τράπεζες, από ιδιώτες δανειστές προς τράπεζες. Οι μεμονωμένες αποφάσεις δανειοδότησης συνδέθηκαν με μια σειρά από κίνητρα και υποχρεώσεις, που δεν είχαν απαραίτητα σχέση με το εξωτερικό έλλειμμα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η χρηματοδότηση του ελλείμματος.

 

  1. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα ονομαστικά επιτόκια συνέκλιναν με ταχείς ρυθμούς, και οδήγησαν σε σημαντική πτώση των πραγματικών επιτοκίων στις χώρες της περιφέρειας, προκαλώντας ταχεία πιστωτική επέκταση. Ωστόσο, τα πραγματικά επιτόκια στην περιφέρεια παρέμειναν χαμηλότερα από ό, τι στον πυρήνα, δεδομένου ότι το ποσοστό του πληθωρισμού ήταν υψηλότερο στην περιφέρεια. Η εγχώρια πιστωτική επέκταση στην περιφέρεια ωθούνταν κυρίως από τις εγχώριες τράπεζες, που εκμεταλλεύτηκαν την εύκολη ρευστότητα την οποία παρείχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά από τις εισροές ξένων χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων.

 

  1. Οι εξωτερικές πιστωτικές ροές και η εγχώρια πιστωτική επέκταση οδήγησε σε τεράστια συσσώρευση χρέους, στις χώρες της περιφέρειας. Η σύνθεση του εξωτερικού και εσωτερικού χρέους διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών, όπως διέφερε και η κατανομή του χρέους μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων κατόχων. Ωστόσο, η γενική μορφή συσσώρευσης του χρέους παρουσίαζε σημαντικές ομοιότητες. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους, το 2010, αποτέλεσε το έναυσμα της κρίσης της Ευρωζώνης, που εμφανίστηκε ως μια αιφνίδια αντιστροφή της ροής ιδιωτικών κεφαλαίων προς τις χώρες της περιφέρειας.

 

  1. Για την αντιμετώπιση της κρίσης της ΟΝΕ, η ΕΕ επέβαλε σκληρές πολιτικές λιτότητας και περιστολής των μισθών, καθώς και πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης των αγορών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό απέτρεψε τις θεσμικές αλλαγές που πιθανά θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις εσωτερικές αδυναμίες της. Συγκεκριμένα:

 

Υπήρχε εύκολη παροχή ρευστότητας από την ΕΕ προς τις τράπεζες. Τον ρόλο του έκτακτου παρόχου ρευστότητας επωμίστηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η διαγραφή του χρέους απορρίφθηκε, ειδικά η προοπτική της διαγραφής του κεφαλαίου. Κανένα κράτος στην ΟΝΕ δεν θα αναλάμβανε την ευθύνη για το χρέος κάποιου άλλου.

Παρασχέθηκε βοήθεια προς τα κράτη, που είχαν αποκλειστεί από τις διεθνείς χρηματαγορές, μέσω ειδικών μηχανισμών. Σταδιακά, η νομισματική ένωση δημιούργησε ένα μόνιμο θεσμικό πλαίσιο επιφορτισμένο με  το έργο αυτό, και ειδικότερα τον  Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητα (ΕΜΣ).

Οι οφειλέτριες χώρες ήταν υποχρεωμένες να επιτύχουν δημοσιονομική σταθερότητα μέσω της επιβολής λιτότητας, δηλαδή με τη μείωση των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων.

 

  1. Έτσι, το κόστος της κρίσης μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στις οφειλέτριες χώρες και όχι στους πιστωτές. Επιπλέον, η απώλεια ανταγωνιστικότητας θεωρήθηκε ότι οφείλεται στην έλλειψη εγχώριων «μεταρρυθμίσεων». Συνεπώς, οι πραγματικές θεσμικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην ΟΝΕ, από το ξέσπασμα της κρίσης, έχουν επιδεινώσει το ήδη δυσλειτουργικό καθεστώς της:

 

Η δημοσιονομική πειθαρχία έχει σκληρύνει, καθιστώντας τη λιτότητα κινητήρια αρχή της ΟΝΕ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει γίνει πιο αυστηρό όπως, επίσης, και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που υιοθετήθηκε το 2012.

Η ανταγωνιστικότητα προβλέπεται ότι θα αυξηθεί, κατά κύριο λόγο μέσω της συγκράτησης των μισθών, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την απορρύθμιση των αγορών. Μια νεοφιλελεύθερη αναπτυξιακή ατζέντα συμπληρώνει, έτσι, την κυριαρχία των πολιτικών λιτότητας.

Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει εξελιχθεί σταδιακά σε ένα μηχανισμό για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων δημόσιου χρέους. Ο ΕΜΣ είναι ένα ταμείο το οποίο δεν υπόκειται δε δημοκρατικό έλεγχο και έχει στη διάθεσή του μια «ετοιμοπόλεμη δεξαμενή κεφαλαίων, ένα «οπλοστάσιο» που θα χρησιμοποιεί υπό προϋποθέσεις.

 

  1. Η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος θα αντιμετωπιστεί μέσω μιας Τραπεζικής Ένωσης, που αποτελείται από δύο πυλώνες: τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕM) και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (ΕMΕ)

 

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός  λειτουργεί υπό την καθοδήγηση της ΕΚΤ, η οποία έχει την δικαιοδοσία να εκτελεί προσομοιώσεις αντοχής (stress tests), βάσει των οποίων μπορεί να επιβάλει απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και αλλαγές στην διοίκηση των τραπεζών.

Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης  έχει δικαιοδοσία σε όλες τις τράπεζες , στο πλαίσιο του ΕΕΜ, και υποτίθεται ότι ασχολείται με την αντιμετώπιση των αφερέγγυων τραπεζών. Κάποια κεφάλαια «διάσωσης» θα συγκεντρώνονταν σταδιακά μέσω τραπεζικών εισφορών, για το σκοπό αυτό. Βραχυπρόθεσμα υπάρχει πρόβλεψη για το «κούρεμα» τραπεζικών ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση πτώχευσης των τραπεζών.

 

  1. Η υποτιθέμενη Τραπεζική Ένωση δεν είναι πραγματική ένωση. Η πραγματική δοκιμασία για τις τράπεζες εμφανίζεται πάντα τη στιγμή της πτώχευσης, και πιο συγκεκριμένα έχει να κάνει με την παροχή κεφαλαίων για την προστασία των καταθέσεων, την κάλυψη κεφαλαίων και την εξάλειψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς. Ο συνήθης πάροχος των κεφαλαίων αυτών είναι το εθνικό κράτος. Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης αντιπροσωπεύει έναν αδύναμο συμβιβασμό, δεδομένου ότι δεν έχει υποκαταστήσει το έθνος-κράτος με ένα διακρατικό οργανισμό με επαρκείς εξουσίες. Είναι πολύ πιθανό ο συμβιβασμός αυτός να αποτύχει στην πρώτη σημαντική δοκιμασία.

 

  1. Εν ολίγοις, η κρίση στην Ευρωζώνη δεν έχει επιλυθεί οριστικά. Στην περιφέρεια της ΟΝΕ έχει καταλαγιάσει μέσω της ύφεσης και της λιτότητας, αλλά το θεμελιώδες πρόβλημα έχει επανεμφανιστεί μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών του πυρήνα, δηλαδή της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η στασιμότητα έχει εξαπλωθεί στη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες αδυνατούν να ανταγωνιστούν τη Γερμανία, στο πλαίσιο της ΟΝΕ.

 

  1. Εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ιδίως της περιφέρειας, να αρχίσουν να εξετάζουν στρατηγικές εξόδου για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων και των εθνικών τους οικονομιών. Εναπόκειται, επίσης, στα κράτη-μέλη του πυρήνα, να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις για την οργάνωση των διεθνών συναλλαγών και των πληρωμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να αποφευχθεί η επιστροφή σε ανταγωνιστικά έθνη-κράτη.

 

  1. Η αποτυχία της ΟΝΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ίδια την ΕΕ, δεδομένου ότι η νομισματική ένωση έχει γίνει σταδιακά η ραχοκοκαλιά της ΕΕ. Το 2017, η ΕΕ βρίσκεται σε διαδικασία παρακμής, γεγονός που σηματοδοτείται και από την απόφαση αποχώρησης της Βρετανίας, το 2016. Η Ευρώπη, χρειάζεται επειγόντως νέες ιδέες και πρωτοβουλίες, που θα έρθουν σε ρήξη με τις αποτυχημένες προσεγγίσεις των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

 

  1. Η Ελλάδα, η οποία έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, από την αποτυχία της Ευρωζώνης, προσφέρει ένα χρήσιμο πεδίο μελέτης για τη δομή, το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες της απαιτούμενης αλλαγής πολιτικής, στις χώρες της περιφέρειας της ΟΝΕ. Παρέχει μαθήματα για την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, ακόμη και τη Γαλλία. Κάθε χώρα θα χρειαστεί σίγουρα το δικό της, ειδικά προσαρμοσμένο πρόγραμμα, για να βγει από το τέλμα της Ευρωζώνης, αλλά θα υπάρξουν επίσης κοινά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να διαπιστωθούν εξετάζοντας την περίπτωση της Ελλάδας.

 

16.Οι κραδασμοί  που προκλήθηκαν στην Ελλάδα από την κρίση της Ευρωζώνης είναι ιστορικών διαστάσεων και δεν αντανακλούν απλώς την κυκλική προσαρμογή της οικονομίας. Πάνω απ’ όλα, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού άλλαξε δραματικά, λόγω της δημιουργίας τεράστιων στρωμάτων ανέργων αλλά και εργαζομένων με μερική και προσωρινή απασχόληση, καθώς και ενός κύματος μετανάστευσης. Η σπατάλη του υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού είναι πρωτοφανής και μειώνει τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.

 

  1. Η ελληνική οικονομία πάσχει από μια ακόμα βαθιά αδυναμία, στον τομέα της αποταμίευσης και των επενδύσεων. Η Ελλάδα καταγράφει αρνητικά ποσοστά καθαρής αποταμίευσης, από την ένταξή της στην ΟΝΕ. Η έλλειψη καθαρής εθνικής αποταμίευσης αντισταθμίστηκε από την αύξηση του εξωτερικού δανεισμού, για μια μακρά χρονική περίοδο, μέχρι το 2010. Έτσι, η απώλεια ανταγωνιστικότητας, τη δεκαετία του 2000, και η υποβόσκουσα αδυναμία της ελληνικής καθαρής αποταμίευσης, καλύφτηκαν από τον βαρύ εξωτερικό δανεισμό, γεγονός που διευκόλυνε κάποιες επενδύσεις κατά τη δεκαετία του 2000.

 

  1. Μόλις ξέσπασε η κρίση το 2010, η Ελλάδα αντιμετώπισε έντονες δυσκολίες πρόσβασης σε ξένα κεφάλαια. Η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού εκφράστηκε με μια πρωτοφανή κατάρρευση των επενδύσεων. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για το σημαντικό βάθος και την επιμονή της ελληνικής κρίσης, καθώς και για τη μακροχρόνια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας.

 

  1. Επιπλέον, η ανάπτυξη της Ελλάδας από την ένταξή της στην ΕΕ, το 1981, στηρίχθηκε σε διεθνή «μη εμπορεύσιμα» αγαθά σε βάρος των «εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών. Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας μπορεί να συγκριθεί με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, μόνο για ορισμένα μη εμπορεύσιμα αγαθά, ιδίως στον τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των κατασκευών και του εγχώριου εμπορίου. Μεταξύ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών μόνο ο τουρισμός μπορεί να θεωρηθεί αρκετά επιτυχής. Ως εκ τούτου, η χώρα εισήγαγε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και κατέγραφε χαμηλά ποσοστά στο ενδοτομεακό εμπόριο σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

 

  1. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αναπτυξιακό αδιέξοδο: κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, η Ελλάδα ειδικεύτηκε σε προϊόντα χαμηλής και μέσης τεχνολογίας που βασίζονται σε ανειδίκευτη εργασία . Τα προϊόντα αυτά έχουν μια σχετικά χαμηλή συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας και, ως εκ τούτου, δημιουργούν ένα χαμηλό προσδόκιμο ανάπτυξης της οικονομίας, στο σύνολό της. Η Ελλάδα μπόρεσε να σημειώσει σχετικά ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης μόνο με εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος με τη σειρά του περιόρισε την περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας και τις δυνατότητες ανάπτυξης. Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, λόγω της συγκράτησης των γερμανικών μισθών, η οποία την οδήγησε σε μια καταστροφική πορεία: το χρέος αυξήθηκε σημαντικά, η ανάπτυξη επιταχύνθηκε και οι υποβόσκουσες αδυναμίες της οικονομίας επιδεινώθηκαν. Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα καταστράφηκε.

 

  1. Ιδιαίτερα σημαντική, από την άποψη αυτή, ήταν η βαθιά αδυναμία του ελληνικού βιομηχανικού τομέα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η εγχώρια ζήτηση αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, η Ελλάδα αντιμετώπισε ισχυρές «διαρροές» στο εξωτερικό, οι οποίες συνέβαλαν στην αδυναμία του εξωτερικού ισοζυγίου της. Η κύρια πηγή αυτών των διαρροών ήταν ο βιομηχανικός τομέας: η ελληνική βιομηχανία εξαρτάται από τις εισαγωγές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται, επίσης, στην αρνητική καθαρή αποταμίευση της χώρας. Συγκεκριμένα, δέκα βιομηχανικά προϊόντα είναι οι πραγματικές «μαύρες τρύπες» της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά τις διαρροές στο εξωτερικό.

 

  1. Οι στρατηγικές «διάσωσης» μετά το 2010, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο σοβαρών διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν είχε κανέναν έλεγχο επί της νομισματικής πολιτικής και φυσικά καμία συναλλαγματική πολιτική. Η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική της καθορίστηκαν από τους δανειστές, μέσω της επιβολής αυστηρής λιτότητας. Τέλος, οι δανειστές επέβαλλαν ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και άλλων αγορών. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, οι πολιτικές αυτές παγίδευσαν τη χώρα στο «σιδερένιο κλουβί» της ύφεσης. Αντί να βάλουν την Ελλάδα στο δρόμο της ενάρετης ανάπτυξης, η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» σε συνδυασμό με τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» κατάφεραν ένα θανάσιμο πλήγμα στην οικονομία, ειδικά στο βιομηχανικό τομέα.

 

  1. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον, αν δεν φύγει από την Ευρωζώνη και δεν υιοθετήσει μια ριζικά διαφορετική πολιτική για την αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Για να πετύχει μια βιώσιμη ανάπτυξη η Ελλάδα χρειάζεται μια στοχευμένη εισοδηματική αναδιανομή του εισοδήματος, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και περιορισμού των διαρροών στο εξωτερικό. Τα μέτρα αυτά είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της ΟΝΕ ή ακόμη και στα πλαίσια των τρεχουσών πολιτικών της ΕΕ.

 

  1. Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είναι ένα βραχυπρόθεσμα δύσκολο εγχείρημα. Το γεγονός αυτό έχει επιτρέψει στην ελληνική πολιτική ελίτ να διεξαγάγει μια εκστρατεία υστερίας και φόβου προκειμένου να εξαναγκάσει τον ελληνικό λαό να αποδεχτεί τα προγράμματα «διάσωσης». Ιδίως, μετά τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, υπήρξε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία προπαγάνδας που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ορατή εναλλακτική λύση.

 

  1. Σε αυτή τη μελέτη αποδεικνύεται ότι, τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα που αναμένεται να προκύψουν από την έξοδο από την Ευρωζώνη είναι διαχειρίσιμα, εφόσον υπάρξει ένας στοιχειώδης σχεδιασμός, προετοιμασία και αποφασιστικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να τονιστεί ότι, οι βραχυπρόθεσμες δυσκολίες δεν είναι ποτέ ένας σοβαρός λόγος, για να αποφευχθεί μια πορεία δράσης με μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη, για την οικονομία και την κοινωνία.

 

  1. Ένα «σχέδιο» εξόδου δεν είναι -και δεν θα μπορούσε να είναι- ένας πλήρης κατάλογος όλων των πιθανών ενδεχομένων και αποτελεσμάτων, με τη συνοδεία των κατάλληλων πολιτικών μέτρων, όπως συχνά απαιτείται στην Ελλάδα, από όσους υποστηρίζουν τις στρατηγικές διάσωσης. Είναι προφανές ότι είναι αδύνατο να εκπονηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, όχι μόνο για την έξοδο από την ΟΝΕ, αλλά και για οποιαδήποτε οικονομική πολιτική. Το κατάλληλο «σχέδιο» περιλαμβάνει την περιγραφή των λογικών βημάτων που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα, με στόχο να ελαχιστοποιηθεί το κόστος της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας. Αυτή η μελέτη παρέχει μια απάντηση σε μια σειρά από συγκεκριμένα βήματα. Οι βασικές της παράμετροι είναι γνωστές εδώ και αρκετό καιρό στην Ελλάδα, αλλά οι σχετικές πολιτικές δεν υιοθετήθηκαν λόγω ειδικών συμφερόντων και πολιτικών αμφιταλαντεύσεων.

 

  1. Οι λεπτομέρειες του κάθε βήματος, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν να κάνουν με τη σταθεροποίηση των τραπεζών, τον εφοδιασμό βασικών αγαθών και τη μείωση των κραδασμών στον παραγωγικό τομέα, είναι ζωτικής σημασίας, αλλά εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το κύριο ζητούμενο, δηλαδή το σχεδιασμό μιας σειράς βημάτων για την έξοδο. Από αυτή την άποψη, σε αυτή τη μελέτη καταδεικνύεται ότι θα υπάρξει πολύ μικρός κίνδυνος υψηλού πληθωρισμού μετά την έξοδο. Καταδεικνύεται, επίσης, ότι η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα έχει έντονα ευεργετική επίδραση στις διεθνείς συναλλαγές της Ελλάδας. Τέλος, η στάση πληρωμών του δημοσίου χρέους και το αίτημα για βαθιά διαγραφή του, θα γλιτώσει ένα σημαντικό όγκο πόρων σε ετήσια βάση, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τη χώρα από τα πολιτικά δεσμά της εξυπηρέτησης του χρέους.

 

  1. Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένα μόνο μέρος της κατάλληλης μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη χώρα. Η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει μια πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης, ενισχύοντας αρχικά τη δημόσια κατανάλωση και τις δημόσιες επενδύσεις. Αποδεικνύεται ότι μια σειρά από υπηρεσίες (και όχι βιομηχανικά προϊόντα) είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για το σκοπό αυτό. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι υπάρχει ένα ευρύτερο φάσμα γεωργικών και βιομηχανικών πρώτων υλών -αλλά και υπηρεσιών- όπου πρέπει να εστιαστούν αρχικά οι πολιτικές για την ενίσχυση των εξαγωγών και τον περιορισμό των εισαγωγών.

 

  1. Η τόνωση της ζήτησης, μέσω της δημοσιονομικής δαπάνης, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί σε πρώτη φάση με την έκδοση χρήματος, αφού αποκατασταθεί η νομισματική κυριαρχία. Ο κίνδυνος πληθωρισμού είναι ελάχιστος. Η ζήτηση θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί με την αναπροσαρμογή του φορολογικού συστήματος σε προοδευτικότερη κατεύθυνση και με τη μείωση της υπέρμετρης επιβάρυνσης που προκάλεσαν οι στρατηγικές «διάσωσης».

 

  1. Στη βάση αυτή, η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει μια βιομηχανική στρατηγική, προκειμένου να αλλάξει τη δομή της οικονομίας της. Έχει αποδειχθεί στη μελέτη αυτή ότι, υπάρχουν διάφοροι τομείς κατάλληλοι για τη βιομηχανική πολιτική, η οποία θα βελτιώσει, επίσης, την καθαρή αποταμίευση της χώρας, βοηθώντας τη να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης και απασχόλησης. Ο γεωργικός τομέας θα πρέπει να συνδεθεί στενά με τη βιομηχανία.

 

  1. Τέλος, μια χώρα, στην τρομερή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, χρειάζεται να προβεί σε μεταρρυθμίσεις πέραν του άμεσου αναπροσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τη δημόσια διοίκηση και άλλους τομείς της κοινωνικής οργάνωσης. Η Ελλάδα χρειάζεται μια συνολική επανεξισορρόπηση της κοινωνίας και της πολιτείας προς το συμφέρον της μισθωτής εργασίας, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των μικρών και μεσαίων αγροτών.