Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 21, 2015)

libri3Καθαιμάσσω

ρ. μτβ. (κυρίως η μετοχή παρακ. καθημαγμένος, -η, -ο) (αρχαιοπρ. – κυριολ.)

καταματωμένος (συνήθ. μεταφορ.), αυτός που έχει υποστεί μεγάλες δοκιμασίες, που έχει καταταλαιπωρηθεί ή καταστραφεί: η τελευταία κρίση βρίσκει την οικονομία της γειτονικής χώρας καθημαγμένη από τα χρέη.

[ΕΤΥΜ.: αρχ. < καθ- (κατά-) + αἱμάσσω (<αἱμάτ-jω < αἷμα)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 799