Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2014)

libri3Πρεπούμενος, -η, -ο

1. αυτός που επιβάλλεται ή ενδείκνυται για ορισμένη περίπτωση: δόθηκε η ~ προσοχή και στις δυο πλευρές || δεν υπήρξε ο ~ σεβασμός στη μνήμη των πεσσόντων ΣΥΝ: πρέπων, δέων

2. πρεπούμενα (τα): α) το σωστό, το επιβεβλημένο κατά το δίκαιο: πράττω τα ~ β) ότι κατά τα κρατούντα ή δικαιωματικώς ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον: στον έρανο έδινε τα ~

{ΕΤΥΜ. < πρέπω + παραγγ. επίθημα -ούμενος (κατά τις μτχ. των συνηρμένων), πβ. κ. χαρ-ούμενος, τρεχ-ούμενος}

 .

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1465