Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Ένα τραγούδι-μια ιστορία: “Κάποιο αλάνι απ’ το λιμάνι”

dimgiovτου Δημήτρη Γιοβανόπουλου

Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, δεν είναι απλά εγκεφαλικά δημιουργήματα, απλά στιχάκια της στιγμής. Οποιοσδήποτε και καθετί μπορούσε να σταθεί πηγή δημιουργίας για αυτόν. Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου ακόμη και πάνω στο πάλκο τύχαινε να ζητήσει από τη πιανίστα του, Ευαγγελία Μαργαρώνη να γράφει νότες και στίχους που εκείνη την ώρα μπορεί να σκεφτόταν. αυτή τότε έγραφε πάνω σε πακέτα τσιγάρων αυτά που της έλεγε και την επόμενη μέρα αυτός της τηλεφωνούσε, του έπαιζε στο πιάνο τις νότες και εκείνος δημιουργούσε ή όχι κάποιο τραγούδι.

Οι στίχοι του ήταν επηρεασμένοι από διάφορα περιστατικά που ο ίδιος είδε ή άκουσε. Ιδιαίτερες ήταν οι αναφορές του στις γυναίκες. Κανένας άλλος συνθέτης δεν ύμνησε τις γυναίκες με τον τρόπο που τις ύμνησε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τις αποκάλεσε «αχάριστες», «μόρτισσες», «τρελές», «αρχόντισσες» και με πολλά άλλα ουσιαστικά τα οποία γράφτηκαν με ανεξίτηλο τρόπο στις μνήμες των Ελλήνων.Η αλήθεια είναι, και από Φιλολογικής άποψης, πως δύσκολα οι στίχοι του, θα μπορούσαν να μεταφραστούν σε κάποια άλλη γλώσσα, δείγμα του καλού χειρισμού των στίχων και καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας.

tsis2Κατά την περίοδο μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και 1970 ο κόσμος, λόγω της εποχής ήθελε να ακούει και να βλέπει τραγούδια ή ταινίες που περιέγραφαν έναν ανεκπλήρωτο έρωτα δύο ανθρώπων που, για παράδειγμα, αγαπήθηκαν παράφορα αλλά ο κύκλος του ενός δεν επέτρεπε μία τέτοια σχέση. Δεν ήταν λίγες οι ταινίες όπου περιέγραφαν κάτι τέτοιο. Βεβαίως αυτό ήταν κάτι φτιαχτό. Γινόταν απλά επειδή το ήθελε ο κόσμος.

Το 1968 ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και συνέθεσε ένα πολύ όμορφο και συγκινητικό τραγούδι. Πρόκειται για μία σύνθεση που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Το παιδί απ’ το λιμάνι». Αυτό που πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα είναι ότι εκείνη την εποχή η σχέσεις μεταξύ δύο ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολες, ιδιαίτερα αν επρόκειτο για ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Θεωρούνταν ανεπίτρεπτο και ήταν κατακριτέο από την κοινωνία να είχαν σχέση δύο άνθρωποι διαφορετικών οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων.

Κάποιο βράδυ λοιπόν, σε ένα από τα πρώτα τραπέζια μπροστά από το πάλκο, ένα παλληκάρι καθόταν μόνο του και έκλαιγε. Άκουγε Βασίλη Τσιτσάνη και έτρεχαν τα δάκρυά του, λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ εκμυστηρεύτηκε στον μεγάλο μουσικό ότι θρηνούσε μια χαμένη του αγάπη. Αγάπησε μία πλούσια κοπέλα η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε γιατί ήταν φτωχός.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης άκουγε με συγκίνησε το παιδί. Σύντομα όμως άρχισε στο μυαλό του να πλάθει το τραγούδι. Έναtskok τραγούδι που επρόκειτο να γίνει μία μεγάλη επιτυχία και να προκαλέσει έντονη συγκίνηση στον κόσμο. Δεν άργησε να γίνει σουξέ. Αυτό όμως που συνέβαλε καθοριστικά στο να γίνει επιτυχία ήταν η συμβολή μιας πολύ μεγάλης φωνής. Εκείνη την περίοδο, ο Βασίλης Τσιτσάνης άρχισε να βάζει δειλά – δειλά στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας ένα νέο παιδί με πολύ καλή φωνή και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, τις πολύ μεγάλες φαβορίτες του, τον Σταμάτη Κόκοτα.

Ο Σταμάτης Κόκοτας γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1937 ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1941 στο Αγρίνιο. Είχε σημαντική δισκογραφική παρουσία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970, οπότε και συνεργάστηκε με διάφορους συνθέτες της εποχής, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός και ο Γιώργος Ζαμπέτας ενώ το πιο xαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι οι μακριές φαβορίτες του. Ο γιος του, Δημήτρης Κόκοτας, είναι επίσης τραγουδιστής. Για μεγάλο διάστημα συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο πάλκο, την περίοδο που αυτός συνεργαζόταν και με την Χαρούλα Λαμπράκη.

Ο Τσιτσάνης, είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία στον Σταμάτη Κόκοτα και κατά την περίοδο της συνεργασίας τους αλλά και αργότερα. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κόκοτας εξέδωσε ένα δίσκο με τίτλο «Ο Σταμάτης Κόκοτας τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη». Στο σημείο αυτό θα καλό θα ήταν να αναφερθεί μία μαρτυρία του κ. Κώστα Τσιτσάνη, για τον Κόκοτα αλλά και για τον τρόπο που ο πατέρας του δούλευε ένα τραγούδι, τόσο στο μυαλό του, όσο και στο χαρτί: «Ο Σταμάτης Κόκοτας, ερχόταν συνέχεια εδώ με τον πατέρα μου, και, μάλιστα, τελευταία – όπου ο Σταμάτης τον είχε πείσει να εμφανιστεί μαζί του στα Δειλινά – του έλεγα: «Έλα ρε μπαμπά, γράψε κανένα τραγούδι για τον Σταμάτη, γράψε κανένα τραγούδι για τον Σταμάτη…». Τελικά, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, κάθισε να γράψει τραγούδια κι ένα βράδυ δεν βγήκε καθόλου έξω από το δωμάτιο του. Βγήκε την άλλη μέρα το βράδυ. Εικοσιτέσσερις ώρες είχε ξεχαστεί τελείως. Τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά αυτά και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Την «τρέλα» που είχε να γράψει ένα στίχο, τη μουσική, που την άλλαζε, την ξανάλλαζε, πέταγε στίχους, ξανάγραφε. Υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια χαρτιά με στίχους του. (Πολλοί, βέβαια, έχουν πάρει υλικό και δεν έχουν επιστρέψει τίποτα). Μπορεί να χρειαζόταν τρία τετράδια για να γράψει ένα τραγούδι. Να σκίζει, να πετάει, να γράφει, να σβήνει. Όσο για τη μουσική, ένα τραγούδι μπορεί να το είχε στην άκρη τρία, τέσσερα και πέντε χρόνια στο μαγνητοφωνάκι μέχρι να το τελειοποιήσει και να το βγάλει σε δίσκο. tsis3Πήγαινε στο εργοστάσιο, στην Columbia στον Περισσό, κι όταν ήμουν μικρός μ’ έπαιρνε και μένα μαζί και… α! κι αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ καλά είναι ότι ήταν πάρα πολύ φίλος με τον Μανώλη Χιώτη, τον αγαπούσε πάρα πολύ. Με τον Παπαϊωάννου ήταν σαν αδέλφια. Κάθε φορά, λοιπόν, που έπαιρνε ένα δείγμα του δίσκου, γύρναγε στο σπίτι και το άκουγε με τις ώρες, και δυνατά, από το πρωί μέχρι το βράδυ και κάτι που δεν του άρεσε πήγαινε και το άλλαζε. Το ξανάπαιρνε, ξαναπήγαινε στο εργοστάσιο, ξαναρχότανε. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσες φορές άλλαζε ένα τραγούδι».

Το τραγούδι, λοιπόν, δεν άργησε να γίνει μία μεγάλη επιτυχία. Όλα βέβαια τα τραγούδια του Τσιτσάνη έγιναν επιτυχίες και αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι μπήκε στις ψυχές των ανθρώπων και ο δίσκος έγινε ανάρπαστος διότι ο κύριος πόνος των Ελλήνων είναι το να βρούνε το έτερόν τους ήμισυ. Έτσι, είναι λίγο λογικό ένα τραγούδι με τέτοιο περιεχόμενο να γίνει μεγάλο σουξέ και να συγκλονίσει τον κόσμο μέχρι και σήμερα, καθώς ένας νέος καλλιτέχνης, ο Κωνσταντίνος Θαλασσοχώρης, έκανε μία επανεκτέλεση με μεγάλη απήχηση.

Ως επίλογος θα ήταν ωραίο να αναφερθούν τα λόγια του Σταμάτη Κόκοτα για την ιστορία του τραγουδιού: «Ένας νεαρός, ερωτευμένος, με μία κοπελίτσα στον Πειραιά, ήρθε ένα βράδυ στο μαγαζί που έπαιζε ο Βασίλης και του είπε την ιστορία του, ότι αγαπούσε μία πλούσια κοπέλα, και εγώ είμαι από το Λιμάνι και εγώ είμαι έτσι και εγώ είμαι αλλιώς, και έκατσε και έφτιαξε το μεγάλο σουξέ που ξέρουν όλοι, το αλάνι απ’ το λιμάνι».

Κάποιο αλάνι απ’ το λιμάνι
όταν βραδιάζει τους δρόμους πιάνει.
Παλάτια του έταξε μια νύχτα στο λιμάνι
μια μικρή κοπέλα απ’ το Πασαλιμάνι.

Έφυγε χωρίς να νιώσει πως το πλήγωσε σκληρά
το φτωχό το παλληκάρι στο λιμάνι μια βραδιά.
Κι από τότε το φτωχό τ’ αλάνι
κάθε βράδυ φεύγει απ’ το λιμάνι
τη γυρεύει στον Περαία σ’ όλα τα στενά.

Κάποιο αλάνι απ’ το λιμάνι
όταν βραδιάζει τους δρόμους πιάνει.

Κάποιο βραδάκι μπρος στο ρολόι
τη συναντάει με κάποιο γόη.
Μα εκείνη αδιάφορα τον βλέπει που σπαράζει
μπαίνει σε μια κούρσα και φεύγει, δε τη νοιάζει.

Με τιμή

Δημήτριος Γ. Γιοβανόπουλος

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Φιλοσοφική Σχολή

Τμήμα Φιλολογίας