Ερίφης (ο) {ερίφηδες}, ερίφισσα (η) {εριφησσών}
(λαϊκ.) πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους
ΣΥΝ. Κατεργάρης, εξυπνάκιας
ΕΤΥΜ. <τουρκ. herif “άθλιος, ευτελής”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 671