Κενόσπουδος, -η, -ο [μτγν.] (λόγ.) αυτός που ασχολείται ή σχετίζεται με πράγματα άνευ ουσίας: ~ δραστηριότητες, που μόνο φθορά μας προκαλούν
ΣΥΝ. κενόδοξος, ματαιόδοξος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 879