ο γέγονε γέγονε (αρχαιοπρ.)
ό,τι έγινε έγινε – για να δηλωθεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει πια αυτό που έχει ήδη γίνει: ~ ας δούμε από ΄δω και μπρος πως θα αποφύγουμε ανάλογα σφάλματα
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1233