Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Επιστολή του Επιμελητηρίου Ημαθίας για τη ρύθμιση οφειλών

Επιστολή με προτάσεις του Επιμελητηρίου για την ρύθμιση οφειλών στα τραπεζικά ιδρύματα έστειλε προς τον υπουργό και υφυπουργό Οικονομικών, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ημαθίας Νίκος Ουσουλτζόγλου.

Αναλυτικά στην επιστολή αναφέρονται τα εξής:
“Είναι γνωστό σε όλους ότι τα μεγάλα θύματα της κρίσης βρίσκονται αναμφισβήτητα στον ιδιωτικό τομέα.
Η καθυστέρηση δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων του κράτους που επρεπε προ πολλού να έχουν γίνει, καθώς και η ισχνή χρηματοδότηση από τις εγχώριες τράπεζες, κατέστησαν προβληματική ή και αδύνατη την λειτουργία των επιχειρήσεων. Ο Νομός Ημαθίας χαρακτηρίζεται ως «Εξαγωγικός Νομός» λόγω της παραγωγής, τυποποίησης, μεταποίησης και διακίνησης κυρίως προϊόντων του αγροτικού τομέα, στις περισσότερες και μεγαλύτερες αγορές του κόσμου. Με την ίδια αξιοσημείωτη δράση ακολουθούν και οι επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα, της μεταποίησης τροφίμων κ.α. με σημαντικές εξαγωγές ανά τον κόσμο.

Οι επιχειρήσεις όμως αυτές του νομού, όπως άλλωστε και όλες οι επιχειρήσεις της χώρας βρίσκονται σε ταμειακή ασφυξία, καθώς η πλειοψηφία αυτών έχει ήδη αποσύρει από το τραπεζικό σύστημα και τα τελευταία κεφάλαια που διέθεταν ως αποθεματικό ασφαλείας, προκειμένου να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους.
Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα που αποτελούν ραχοκοκαλιά των εξαγωγών και της μεταποίησης και “ασπόνδυλα φαντάσματα” στο εγγύς μέλλον.
Η παρατεταμένη “ανυδρία” ρευστότητας, οδηγεί αυτές τις επιχειρήσεις στο να μην μπορούν να προμηθευτούν πρώτες ύλες για την παραγωγή των προϊόντων, διότι η πλειονότητα αυτών εισάγονται από το εξωτερικό και οι προμηθευτές λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης απαιτούν πληρωμή τοις μετρητοίς.
Στον ίδιο βαθμό και η έλλειψη εμπιστοσύνης από πελάτες του εξωτερικού. Επικρατεί ο φόβος μήπως ο Έλληνας προμηθευτής τον “κρεμάσει”, όχι γιατί δεν είναι ευχαριστημένοι από τον Έλληνα συνεργάτη τους, αλλά γιατί γνωρίζουν ότι οι Ελληνικές τράπεζες τους κόβουν τα όρια και το κράτος έχει γίνει «συνέταιρος» μέσω των δυσβάσταχτων φόρων που έχει επιβάλει με αποτέλεσμα να καθίσταται επισφαλής η ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων.
Αυτό το φαινόμενο πλέον έχει απλωθεί σ’ όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από τα προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, την τυποποίηση, στην μεταποίηση , ακόμη και στην βιομηχανία του τουρισμού. Αλλά ακόμη και στις συναλλαγές μεταξύ των Ελληνικών επιχειρήσεων εντός των συνόρων της χώρας, όπου οι συναλλαγές παραδοσιακά βασίζονταν στην σχέση εμπιστοσύνης που είχαν διαχρονικά δημιουργήσει πελάτες –προμηθευτές, το κλίμα εμπιστοσύνης πλέον έχει διαρραγεί.
Το αποτέλεσμα της έλλειψης της εμπιστοσύνης μεταξύ των επιχειρήσεων επηρεάζει αρνητικά τις πωλήσεις, καθώς όλες οι εταιρίες προτιμούν λιγότερες πωλήσεις στο σύνολο, προς εκείνους που μπορούν ακόμη να πληρώνουν μετρητοίς ή κοντά στο μετρητοίς. Σημειώνεται επίσης ότι σήμερα το 60% των συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων γίνεται τοις μετρητοίς.
Τίθεται το ερώτημα: Πώς θα συντηρηθεί όλη η εφοδιαστική αλυσίδα από την πρωτογενή παραγωγή έως και την δευτερογενή και τριτογενή παραγωγή; Και το σημαντικότερο πως θα εξαχθούν τα Ελληνικά προϊόντα που είναι και το ζητούμενο;
Αυτό το κλίμα, της έλλειψης αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης, πρέπει άμεσα να αποκατασταθεί, αν θέλουμε να ξεπεραστεί η κρίση.
Η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, αναγκαστικά πρέπει να συνοδευτεί με την λήψη άμεσων και ριζοσπαστικών μέτρων, τα οποία θα ανακουφίζουν τις επιχειρήσεις αντιστρέφοντας το κλίμα που τώρα επικρατεί έτσι ώστε η Ελληνική Οικονομία να μπει σε τροχιά ανάπτυξης.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να κινούνται προς την κατεύθυνση της επιλογής των περιπτώσεων των επιχειρήσεων που πρέπει να στηριχθούν με νέες χρηματοδοτήσεις, επιμηκύνοντας τα δάνεια που “αξίζει τον κόπο”, και να συμβιβαστούν με διαγραφές οφειλών σε μεγάλο ποσοστό.
Το ίδιο θα πρέπει να ακολουθηθεί και ως προς τις οφειλές των δανείων προς τις τράπεζες των νοικοκυριών.
Μ’ αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της συνεχούς απομείωσης του εισοδήματος και του πλούτου των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων αλλά και των τραπεζών, το οποίο επιδεινώνει την ύφεση.
Προτείνουμε τα εξής:
– Πρώτο και κυριότερο μέτρο, η σημαντική ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ όλων των οφειλών των δανείων των επιχειρήσεων που έχουν συναφθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και των λοιπών δανειακών υποχρεώσεων, με προοπτική την πραγματική επιβίωση της επιχείρησης .
Το υπόλοιπο των δανείων αυτών, να αποπληρωθεί με ρύθμιση σε δόσεις με ορίζοντα που θα κριθεί ρεαλιστικός και υλοποιήσιμος. Ειδικότερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις προϊόντων πρωτογενούς τομέα και τυποποίησης αυτών ( κατ’ επέκταση δηλαδή δευτερογενής τομέας). – Και αυτό λόγω των ιδιαιτέρων προβλημάτων που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν από τα απρόβλεπτα ακραία καιρικά φαινόμενα των προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής στα οποία προκαλούνται σοβαρές ζημιές κατά διαστήματα και ανατρέπουν τον προγραμματισμό των επιχειρήσεων αυτών.
– Να παραταθεί για μια 5ετία (2013-2017) η καταβολή μόνο των τόκων και το επιτόκιο να είναι αυτό που είχε καθοριστεί με την αρχική ρύθμιση της σύμβασης.
– Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με όλα τα υπόλοιπα δάνεια των ιδιωτών και νοικοκυριών.
– Οι οφειλές προς το Δημόσιο να κεφαλαιοποιηθούν άνευ προσαυξήσεων και να καταβληθούν σε 100 άτοκες μηνιαίες δόσεις.
– Να ανασταλούν οι πλειστηριασμοί για μια 4ετία, χωρίς καμίας προϋπόθεση εξαίρεσης, είτε για οφειλές προς το Δημόσιο, είτε προς τους τραπεζικούς οργανισμούς, είτε προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
– Να κεφαλαιοποιηθούν οι καθυστερούμενες οφειλές στα Ασφαλιστικά Ταμεία άνευ προσαυξήσεων και να ρυθμιστούν σε χαμηλόποσες δόσεις, ανά δίμηνο, άνευ τόκων μέχρι την εξόφλησή τους.
Το επιτακτικό αίτημα της σημαντικής απομείωσης των δανείων και της ρύθμισης του υπολοίπου και των οφειλών στηρίζεται στα ακόλουθα:
Οι Ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει δάνεια 150 δις ευρώ με χρέωση του Ελληνικού Δημοσίου ( δηλ του Ελληνικού λαού), με επιπλέον τα 23 δις ευρώ που θα λάβουν για την ανακεφαλαιοποίησή τους στα μέσα Δεκεμβρίου. Ήτο συνολικά θα έχουν λάβει 173 δις ευρώ με χρέωση του Ελληνικού λαού.
Σημειώνεται ότι για τις Ισπανικές τράπεζες ενεκρίθη δάνειο για την ανακεφαλαιοποίηση τους 100 δις ευρώ, χωρίς να χρεωθεί το Ισπανικό Δημόσιο (δηλαδή ο Ισπανικός λαός), αλλά το χρεώθηκαν οι ίδιες οι τράπεζες.
Οι Ελληνικές τράπεζες λοιπόν ως το τέλος του χρόνου θα έχουν χρεώσει το Ελληνικό Δημόσιο κατά 173 δις ευρώ.
Το ιδιωτικό Ελληνικό χρέος προς τις τράπεζες ανέρχεται περί τα 250δις ευρώ, ξεπερνώντας το 100% του ΑΕΠ. Απομειώνοντας το 50% του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες, δηλαδή αφαιρώντας τα 125 δις ευρώ ( το 50% του ιδιωτικού χρέους), από τα 173 δις που θα οφείλουν οι τράπεζες , απομένουν ακόμη να οφείλονται προς το Ελληνικό Δημόσιο από τις τράπεζες άλλα 48 δις ευρώ.
Οι οφειλές των δανείων των επιχειρήσεων, ιδιωτών και νοικοκυριών κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους (περίπου 80%) είναι ενυπόθηκες. Λόγω της απομείωσης της αξίας των ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων (γης, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, κατοικίας κλπ) η πραγματική αξία των εν λόγω δανείων των επιχειρήσεων, ιδιωτών και νοικοκυριών έχει πέσει κατά 50% και πλέον.
Συνεπώς για να υπάρχει ελπίδα επανεκκίνησης του ιδιωτικού τομέα , κρίνεται επιτακτική η σημαντική απομείωση των οφειλών των δανείων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η ενέργεια αυτή θα δώσει πνοή στις υφιστάμενες επιχειρήσεις, εξαγωγικές και μη. Θα συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση ενός υγιούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπου θα αμβλύνεται η έλλειψη ρευστότητας, θα υφίστανται συνθήκες ομαλής μετάβασης προς την δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο θα είναι διατηρήσιμο και θα υπάρξουν οι συνθήκες για την δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος , σε συνδυασμό βέβαια με τις δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο κράτος, στα πλαίσια ενός στρατηγικού σχεδίου, που θα έχει σαν στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάκτηση και παγιοποίηση της αξιοπιστίας της χώρας και των επιχειρήσεων της”.