Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδα (εβδομάδα 32, 2012)

κατασβήνω κ. (λογ.) κατασβένω
ρ. μετβ. {κατέσβησα κ. κατ-έσβεσα, κατασβήσ-τηκα (λογ. κατεσβέσθην, -ης, -η, μτχ. κατασβεσθείς, -είσα, -εν), -μένος}
1. (για πυρκαγιά) σβήνω εντελώς: τα πυροσβεστικά κατέσβεσαν την πυρκαγιά
2. (μτφ) καταπνίγω ένα έντονο συναίσθημα: δεν του ήταν εύκολο να κατασβέσει το πάθος του για εκδίκηση
ΣΥΝ. κατασιγάζω
[ΕΤΥΜ. < αρχ. κατασβέννυμι < κατα- + σβέννυμι (βλ.λ. σβήνω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 861