Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 35η, 2011)

Αποστασιοποιούμαι
ρ. αμετβ. αποθ. {αποστασιοποιείσαι… | αποστασιοποιή-θηκα, -μένος}
1. απομακρύνομαι ή κρατώ αποστάσεις (από κάτι), ώστε να διαφοροποιηθώ (από αυτό) ή να αποφύγω τη συναισθηματική μου δέσμευση (με αυτό), αποφεύγω την εμπλοκή μου (σε μια κατάσταση): δεν έχει ακόμη αποστασιοποιηθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον, εξακολουθεί να ενεργεί ως παιδί και όχι ως ενήλικος
2. διαχωρίζω τη θέση μου από κάτι: ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αποστασιοποιήθηκε από τις δηλώσεις του υπουργού
ΣΥΝ. Διαφοροποιούμαι.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. αποθετικός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 254