Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 14η 2011)

Χαύνος -η, -ο (λογ.)
1. αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα, που δεν βρίσκεται σε νητική εγρήγορση: ~ άτομο / άνθρωπος ΣΥΝ. αποχαυνωμένος κοιμισμένος, νωθρός, αποβλακωμένος, ΑΝΤ. ξύπνιος
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ζωντάνιας, νεύρου: βυθισμένος σε μια ~ κατάσταση μπροστά στην τηλεόραση ΣΥΝ. άτονος, χαλαρός. – χαυνότητα (η) [αρχ.]
[ΕΤΥΜ. < αρχ. χαυνος "σπογγώδης, πορώδης - χαλαρός" <*χαF-νος<θ. *χαF-(της λ. χάος, βλ.λ.) + παραγ. επίθημα -νος, με αναβρασμό του τόνου].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1942