Κακοτοπιά (η)
1. έδαφος ανώμαλο και δύσβατο ΣΥΝ. κατσάβραχα
2. (μφτ) περίσταση που μπορεί να εκθέσει κάποιον σε κίνδυνο, που απαιτεί δύσκολους και προσεκτικούς χειρισμούς: ένας ικανός και έμπειρος πολιτικός ξέρει να αποφεύγει τις ~ σε μια δημόσια συζήτηση.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 812