Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ (εβδομάδα 34η)

Δέσμευση: (η) [μτγν] {-ης κ. -εύσεως | -εύσεις, -εύσεων}
1. η ανάληψη υποχρέωσης, η υπόσχεση (για κάτι): ο υπουργός συζήτησε τα αιτήματα, χωρίς να αναλάβει ωστόσο καμία ~ || πολιτική / οικονομική / διεθνής / ρητή ~ || θα θέλαμε να συνεργαστείτε μαζί μας χωρίς καμία ~ . Αν δεν μείνετε ικανοποιημένος μπορείτε να αποχωρήσετε.
2. ΝΟΜ. η απαγόρευση χρήσης ιδιοκτησίας ή αναλήψεως χρημάτων από τράπεζα: ~ καταθέσεων || η ~ πόρων από το Κοινοτικό Ταμείο. ΣΥΝ. περιορισμός, απαγόρευση, παρεμπόδιση

3. ο περιορισμός που προέρχεται από την ανάληψη υποχρεώσεως ή που επιβάλλεται από άλλον: ήθελε να ζήσει μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις ΣΥΝ. υποχρέωση

4. (συνεκδ.) κάθε τι το οποίο περιορίζει, δεν επιτρέπει να κινηθεί κανείς ελεύθερα, όπως επιθυμεί:
πολλοί λένε πως ο γάμος αποτελεί ~
5. μερική ή ολική συγκράτηση (δράσης, επίδρασης, ενέργειας κλπ):
η ~ της θερμότητας του Ηλίου από το στρώμα φυσικών αερίων της ατμόσφαιρας κοντά στην επιφάνεια της Γης.

Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 465