Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ (εβδομάδα 31η)

Ασυνεπής, -ής, -ές [1846] {ασυνεπ-ούς} | -είς (ουδ. -ή) ασυνεπέστ-ερος, -ατος|
1. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνέπειας, του οποίου τα λόγια και οι πράξεις βρίσκονται σε αντίφαση: ~ πολιτική πορεία/θεωρία ΣΥΝ. ανακόλουθος, αντιφατικός, αυτοαναιρούμενος, ΑΝΤ. συνεπής. 2. αυτός που δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του: ~ στην τήρηση υποσχέσεων / στις οικονομικές του υποχρεώσεις / στα ραντεβού του ΑΝΤ. συνεπής, (οικ) εντάξει. – ασυνεπώς επίρρ.
[ΕΤΥΜΗΓ. Μεταφρ. δάνειο από γαλλ. incosèquant].


Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 304